music school

Σχολή Βυζαντινής και Παραδοσιακής Μουσικής

Ιεράς Μητροπόλεως Βελγίου «Άγιος Ιλάριος»

Διάκο-Διονύσιος Φιρφιρής (6.4.90) – Το αηδόνι του Αγίου Όρους

Ανάμεσα στους πολλούς και σημαντικούς ψάλτες που έχει αναδείξει το Περιβόλι της Παναγίας, αναμφίβολα ξεχωριστή θέση κατέχει ο π. Διονύσιος, που επρόκειτο να μείνει γνωστός με την επωνυμία Διακο-Διονύσης Φιρφιρής.

Όπως πληροφορούμεθα από την περιοδική έκδοση της Ι.Μ. Γρηγορίου Αγίου Όρους «Ο Όσιος Γρηγόριος», ο π. Διονύσιος γεννήθηκε στη Μεγάλη Παναγία της Χαλκιδικής το 1912 και το κοσμικό του όνομα ήταν Δημήτριος Κούκος.

Σε ηλικία οκτώ ετών ακολούθησε τον πατέρα του στις Καρυές, όπου εργαζόταν στο Βατοπαιδινό Κονάκι. Και αμέσως μετά ο μικρός Δημήτρης αποφασίζει να μείνει για πάντα στο Άγιο Όρος, κοντά στον θείο του Γέροντα Χαράλαμπο Φιρφιρή, στο Κουτλουμουσιανό Κελλί του Προφήτου Ηλιού. Ο Γερο Χαράλαμπος ήταν ιεροψάλτης και ο ανηψιός του έλαβε και εκείνος το επώνυμο Φιρφιρής από τους Γέροντες του Κελλιού, κατά διαδοχήν του θείου του.

Ο π. Διονύσιος δεν είχε προλάβει να τελειώσει πέρα από την πρώτη τάξη του Δημοτικού. Ωστόσο, είχε εξαρχής μιαν ιδιαίτερη έφεση στη μουσική. Έτσι, μένοντας με τον ιεροψάλτη θείο του, αρχίζει να καλλιεργεί και να πολλαπλασιάζει το τάλαντο. Συνόδευε τον θείο του στο αναλόγιο και όσο μεγάλωνε οι φωνές τους δεν διακρίνονταν εύκολα.

Άνθρωπος εκ φύσεως οξύνους, προσπαθεί να εμβαθύνει στη μουσική. Επιλέγει ως καλύτερη μέθοδο εκμάθησής της να ακούει όλους τους ψάλτες και να επιλέγει τον τρόπο που έκρινε καλύτερο. Με την πάροδο του χρόνου δημιούργησε το μοναδικό και ξεχωριστό αυτό προσωπικό του ύφος. Εξαιτίας της μοναδικότητας του ύφους του, ήταν δύσκολο να συμψάλλει με τον καθένα και τον ανέπαυε να έχει λίγους βοηθούς, που όμως ταίριαζε το ύφος τους με το δικό του.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΚΜΗΣ

Η επόμενη περίοδος ήταν εκείνη της διακονίας του στον Ναό του Πρωτάτου, που διήνυε τότε μια περίοδο αίγλης, και, όπως αναφέρεται στο περιοδικό «Οσιος Γρηγόριος», ένα πολυπληθές εκκλησίασμα μοναχών και λαϊκών κατέκλυζε το Πρωτάτο για να απολαύσει τις ανεπανάληπτες κατανυκτικές μελωδίες μεγάλων ιεροψαλτών. Το εκκλησίασμα, όπως επισημαίνει το προαναφερθέν κείμενο, έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση στα αργά μαθήματα που είχαν παραδοθεί από τους παλιούς μεγάλους δασκάλους της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής και ψάλλονταν στις αγιορείτικες πανηγύρεις, ιδιαιτέρως στις αγρυπνίες.

Όπως έλεγαν οι παλαιότεροι, τη Μ. Εβδομάδα έσπευδαν όλοι να κλείσουν τα καταστήματά τους και να τρέξουν στο Πρωτάτο για να ακούσουν τον Διακο-Διονύσιο, ιδιαίτερα στο Τροπάριο της Κασσιανής, ενώ η φωνή του συνέπαιρνε τόσο πολύ το εκκλησίασμα, ώστε πολλοί σκαρφάλωναν στα παράθυρα για να τον δουν.

Το 1955, στις εορταστικές εκδηλώσεις για την αγιοκατάταξη του Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, ο π. Διονύσιος έψαλλε τα τροπάρια της Ακολουθίας που είχε συνθέσει ο κορυφαίος Υμνογράφος της Εκκλησίας, ο όσιος Γέροντας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Το μεράκι και το πάθος με τα οποία τα έψαλλε ο π. Διονύσιος και μάλιστα τα δοξαστικά, κίνησαν τον θαυμασμό όλου του εκκλησιάσματος και ο ίδιος ο π. Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης διαβεβαίωνε ότι δεν είχε ξανακούσει τέτοιο ψάλσιμο.

Εξάλλου, ο Διακο-Διονύσιος πήγαινε πρόθυμα όπου τον καλούσαν, σε πανηγύρεις των Σκήτεων και των Κελλιών και φυσικά των Ιερών Μονών και δεν ήθελε να λυπήσει κανέναν αδελφό, εφόσον μπορούσε να τον εξυπηρετήσει.

Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ

Το 1979 ασθένησε σοβαρά και έπρεπε να υποβληθεί σε εγχείρηση. Αφού προετοιμάστηκε όπως ταιριάζει σε μοναχό (επέστρεψε στο Άγιο Όρος, εξομολογήθηκε, έκανε Ευχέλαιο και μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων) υπεβλήθη στη δύσκολη εκείνη εγχείρηση που διήρκεσε πάνω από πέντε ώρες. Η ιατρική γνωμάτευση του έδινε ελάχιστο χρόνο ζωής, αλλά το θέλημα του Θεού ήταν διαφορετικό. Ο Διακο-Διονύσης έζησε άλλα δέκα χρόνια. Την περίοδο αυτή η φήμη του διαδόθηκε έτι πλέον στους πιστούς, αφού κατά καιρούς τον παρουσίαζαν σε διάφορες μουσικές εκπομπές στο ραδιόφωνο και τα μέλη που έψαλλε με το παλαιό αυστηρό ύφος της Αγιορείτικης Παράδοσης, μαγνητοφωνήθηκαν και κυκλοφόρησαν σε πολλές κασέτες.

Ο ίδιος παρέμεινε ταπεινός μέχρι το τέλος του επίγειου βίου του και έλεγε σε όσους τον ρωτούσαν: «Δεν έχω καμιά αξίωση ούτε πρωτοψάλτης να λέγομαι, απλώς ένας ταπεινός ψάλτης, όσο μπορώ να ξελειτουργώ τον παπά στην Εκκλησία». Η χαρά του μάλιστα ήταν πολύ μεγάλη όταν έβλεπε τους νεώτερους μοναχούς να μένουν προσηλωμένοι στην παλαιά παράδοση της Αγιορείτικης βυζαντινής μουσικής.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η ασθένειά του επανεμφανίστηκε. Εισήχθη πάλι στο νοσοκομείο (πάντα αφού είχε προετοιμαστεί όπως έπρεπε) αλλά η κατάστασή του είχε επιδεινωθεί ανεπανόρθωτα. Επέστρεψε λοιπόν στο Κελλί του και υπομένοντας αγόγγυστα τους πόνους της ασθένειας, αναχώρησε ειρηνικά για την Αιώνια Βασιλεία στις 6 Απριλίου του 1990.

Όπως αναφέρει το σχετικό αφιέρωμα του Γρηγοριάτικου περιοδικού, … «Την προηγουμένη της κοιμήσεώς του δεν δέχεται να λάβει καμία τροφή, ούτε την συσκευή οξυγόνου προς ανακούφιση της δύσπνοιάς του, ούτε δέχεται επισκέψεις. Μένει μόνος, συγκεντρωμένος στον εαυτό του. Ξημερώνοντας η επομένη ημέρα, ήσυχα και ειρηνικά παραδίδει το πνεύμα του εις χείρας Θεού. Ήταν ημέρα παραμονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, προπαραμονή της Κυριακής των Βαΐων και ο π. Διονύσιος μετέβαινε στο αναλόγιο των άνω, να ψάλλει το ερχόμενον πάθος του Κυρίου και το Πάσχα» .

Ένας αυθεντικός εκφραστής της αγιορείτικης ψαλτικής παράδοσης
Δεκαεπτά χρόνια μετά την κοίμηση του π. Διονυσίου Φιρφιρή, τον Μάιο του2017, η Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, θέλοντας να τιμήσει τη μνήμη του αυθεντικού εκφραστή της αγιορείτικης ψαλτικής τέχνης με τη χαρισματική φωνή, και μάλιστα για πρώτη φορά σε ακαδημαϊκό χώρο, σε συνεργασία με τον Δήμο Αριστοτέλη Χαλκιδικής, από όπου καταγόταν ο π. Διονύσιος, διοργάνωσε επιστημονική ημερίδα με τίτλο «Ο Αγιορείτης Ιεροψάλτης Διακο- Διονύσης Φιρφιρής».
Παρευρέθηκαν Ακαδημαϊκοί, Αγιορείτες Μοναχοί, ιερείς και ψάλτες που τον γνώρισαν από κοντά. Στην ημερίδα εκείνη, είχαν απευθύνει χαιρετισμούς ο πρόεδρος του Τμ. Θεολογίας κ. Παναγιώτης Σκαλτσής, ο αντιδήμαρχος του Δήμου Αριστοτέλη κ. Ιωάννης Μητροφάνης και ο π. Πορφύριος από το Κουτλουμουσιανό Κελί του Προφήτη Ηλία, όπου μόνασε ο Διακο Διονύσιος.
Μίλησαν ο επίκουρος καθηγητή του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του ΑΠΘ κ. Ε. Γιαννόπουλος με θέμα «Η ψαλτική παράδοση του Αγίου Όρους και ο Διακο- Διονύσης Φιρφιρής», ο μεταπτυχιακός φοιτητής του Τμ. Θεολογίας π. Πολύκαρπος ο οποίος, αφού ανέγνωσε την ομιλία του ιερομόναχου Αντίπα Αγιορείτη, Ιεροψάλτη και Γέροντα του Ιερού Ιβηρίτικου Κελλιού της Αγίας Άννας στις Καρυές, με θέμα «Αναμνήσεις από τον Γέροντα Διακο- Διονύση Φιρφιρή», και τέλος ο π. Χρυσοβαλάντης Θεοδώρου, θεολόγος και μουσικολόγος -και άριστος ψάλτης και ο ίδιος, όπως εκ προσωπικής πείρας δυνάμεθα να διαβεβαιώσουμε. Το θέμα της εισηγήσεώς του ήταν «Ο Διακο- Διονύσης Φιρφιρής ως φορέας της Αγιορειτικής προφορικής ψαλτικής παραδόσεως».
Κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την ομιλία του τελευταίου αυτού εισηγητή, αποτελούν τον καλύτερο επίλογο. Ο π. Χρυσοβαλάντης, αφού χαρακτήρισε τον π. Διονύσιο ως αυθεντικό φορέα της αγιορείτικης παράδοσης και λαμπρό εκφραστή ενός βαρύτιμου πλούτου, τόνισε ότι η ερμηνεία του «συμπυκνώνει στον πυρήνα της την μακραίωνη ζώσα ψαλτική διαδρομή του Αγίου Όρους. Λιτή και στιβαρή, με πειθαρχημένο ύφος και ρυθμό και πάνω από όλα κλασική και υποδειγματική Έτσι, η ρυθμική κίνηση, η μέριμνα της μελισματικής εκφραστικότητας, η διαυγής και πλούσια ηχητικότητα αποτελούν μια ιστορική ερμηνευτική παρακαταθήκη».
ΑΙΩΝΙΟ ΣΤΟΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
«Στην ερμηνεία του έχει διαφυλαχθεί ένα κομμάτι του ελληνισμού», παρατήρησε ο π. Χρυσοβαλάντης, για να κλείσει με τα παρακάτω λόγια: «Οι Αγιορείτες ψάλτες δεν εκφράζουν ψάλλοντας τα προσωπικά τους συναισθήματα αλλά την πίστη τους. Δεν ανταγωνίζονται με τον “απέναντι” ψάλτη. Δεν τους νοιάζει να ψέλνουν δεξιά ή αριστερά. Για αυτούς ο ναός δεν είναι τόπος αναψυχής, ο λαός του Θεού ακροατήριο και η ψαλμωδία μέσον για την ικανοποίηση και την τέρψη των αισθητικών αναγκών του ανθρώπου. Δεν είναι κανταδόροι που χρησιμοποιούν τη φωνή τους για επίδειξη της καλλιτεχνικής τους δεξιότητας. Ψάλλοντας απαρνιούνται τον εαυτό τους. Η ψαλμωδία για αυτούς δεν είναι αυτοσκοπός ή προσωπικό κατόρθωμα. Το στόμα τους γίνεται το αιώνιο στόμα της Εκκλησίας».

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια” 

Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ
Αρχομένου του 20ου αιώνος, Γέροντας της συνοδείας του εν Καρυαίς επ’ ονόματι του προφήτου Ηλιού τιμωμένου κελλιου υπήρξε ο Διονύσιος Φιρφιρής (ο Α΄), απ’ τον όποιο και έλαβε την προσωνυμία η αδελφότητα. Επειδή ήταν καλλίφωνος ψάλτης και γνώστης της θεωρίας της βυζαντινής μουσικής, δεν εννοούσε να αφήσει αδίδακτο κανένα υποτακτικό του και κυρίως εκείνους που διέθεταν το χάρισμα της καλλιφωνίας. Προς αυτόν οδηγούσαν προς μουσική μαθητεία τους εφιεμένους και επιδεκτικούς αρχαρίους των και άλλοι Γέροντες της περιοχής.
Απ’ αυτόν βασικώς και «παιδιόθεν» μυήθηκε στο πνεύμα και στην ουσία της θείας αυτής τεχνικής, και κυριολεκτικώς «εξ απαλών ονύχων» εξέμαθε όλα «τα μυστικά» των εκφράσεων και αποδόσεών της ο Δημήτριος (τότε) Κούκος, τον οποίο, καθώς ημέρα τη ημέρα όλο και περισσότερο θαύμαζε η συνοδεία, ως άποδεικνυόμενον κατά πάντα αντάξιο, αν όχι και ύπερτε-ρούντα, του Γέροντος και διδασκάλου του, εγγίζοντος του καιρού της σε μοναχό κούρας του, κοινή συσκέψει και επιθυμία, ήχθησαν στην απόφαση, κατά τα εθισμένα, να τον μετονομάσουν σε Διονύσιο.
Αρκετά αργότερα (από 1935 έως 1945 περίπου), επιθυμήσας επί πλείον να προαγάγει τα κατ’ αυτόν, επεδίωξε και κατέστησε δεύτερο δάσκαλο του τον, φωνητικώς και ποιοτικώς ως υπέρτερο πάντων των ιεροψαλτών των τελευταίων αιώνων χαρακτηρισθέντα, Γέροντα Συνέσιο Σταυρονικητιανό (δεύτερο Κουκουζέλη τον άπεκάλεσαν οι αγιορείτες). Δεν παρέλειψε δε να επωφεληθεί και της διδαχής του μεγάλου περί την θεωρία της Βυζαντινής μουσικής πατρός Γαβριήλ.
Τον Γέροντα Διονύσιο (τον Α΄), πολύ νωρίς τον πρόδωσαν τα μάτια του. Εχασε τελείως το φως του· οπότε οι πάντες, οσάκις έκαναν λόγο γι’ αυτόν, προς διάκρισι από άλλους ομώνυμους προσέθεταν: «ο αόμματος». Αλλ’ ο Πανάγαθος, οιονεί αντισταθμιστικώς πως, πέρα απ’ την αΰξησι των ενοράσεων της ψυχής του, τον απέδειξε φαινόμενο μνήμης.
«Σταυροκοπούμασταν και δοξάζαμε τον Θεό κάθε φορά που τον βλέπαμε να πλησιάζει, με ακρίβεια να μπαίνει στο κεντρικό στασίδι, και να χοραρχεί με άνεση και χάρη. Εκατέρωθεν του στέκονταν και συνέβαλλαν οι υποτακτικοί του πατέρες, Χαράλαμπος και Διονύσιος, που κρατούσαν εμπρός του το βιβλίο. Εκείνος κρατούσε στο κέντρο αναμμένη τη λαμπάδα, αλλά για να βλέπουν καλά μόνο εκείνοι! Και δεν του ξέφευγε, του ευλογημένου, απ’ τα σημεία ποιότητος η ενέργεια ούτε ενός «αντικενώματος», και απ’ τα του ρυθμού και χρόνου ούτε μια «απλή».
Γεροντάδες στο κελλί των Φιρφιρήδων πρόλαβε η έλαχιστότης μου τον πατέρα Αβέρκιο, και ακολούθως τον, μόλις ως ανωτέρω, κατονομασθέντα Χαράλαμπο, χάρις στην πρωτοβουλία του οποίου βρέθηκε ο Διακο-Διονύσιος στο Άγιον Όρος. Καί δή ώς εξής:
Ο Δημητράκης ορφάνεψε και έμεινε εντελώς απροστάτευτος μόλις οκταετής. Αυτό ώθησε τον κατά σάρκα στενό συγγενή του (θειο) Χαράλαμπο, συμφωνούσης της συνοδείας, να πάη στην γενέτειρα (Ρεβενίκια Μεγάλης Παναγίας Χαλκιδικής), να τον παραλαβει και μεταφέρει στο κελλί τους, και στο εξής να του αποβεί πατέρας, παιδαγωγός και δάσκαλος από αλφαβήτας.
Τον Γερο-Χαράλαμπο πρόλαβε η ελαχιστότης μου να γνωρίση και ακούσει συμψάλλοντα με τον αγαπητό μας Διακο-Διονύσιο. Ήταν ο μόνος που τον δεχόταν προς τούτο δίπλα του. Τούτο δε όχι επειδή ήταν ακατάδεκτος ο διάκος, και δεν δεχόταν άλλους, ούτε επειδή ανεχόταν τον θειο του για λόγους σεβασμού, συγγενείας και ευγνωμοσύνης, αλλά επειδή και φωνητικώς ταίριαζε μαζί του, επειδή, επιπροσθέτως, είχε άπο-μνημονευμένες μέσα του, και σε πρώτη ζήτησι πρόχειρες, όλες τις εξιδιασμένες «θέσεις» του αγαπημένου παιδανηψιού του, και επειδή, τέλος, ως εκ διαισθήσεως αντιλαμβανόταν την εκάστοτε μελωδούμενη «πορεία» πότε, σε τι και πως, ό Διακο-Διονύσιος, φωνητικώς και τεχνικώς θα… «πρωτοτυπούσε» και θα «δημιουργούσε».
Πρόταση από τον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο για διορισμό του στην Μητρόπολη Αθηνών
Σε κάποια ευκαιρία ήκουσα τον Γέροντα Χαράλαμπο να μας διηγείται τον «πειρασμό», στον όποιο έφερε την αδελφότητά τους ο (από Τραπεζούντος) αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος, ο όποιος επισκεφθείς το 1939 το Άγιον Όρος και την Ιερά Κοινότητα και παρακολουθήσας Κυριακάτικη ακολουθία στο Πρωτάτο, τόσο πολύ είχε ετυπωσιασθεί και εκπλαγεί απ’ την καλλιφωνία, και το ιδιάζον ύφος του μόλις 27ετούς τότε διακόνου και ψάλτου Διονυσίου (ο οποίος γεννήθηκε το 1912, εκάρη μοναχός το 1928, χειροτονήθηκε διάκονος το 1930 απ’ τον πρ. Μοσχονησίων Φώτιο και κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 24 Μαρτίου 1990), ώστε ευθύς αμέσως εξέφρασε την επιθυμία και έκανε το πάν για να τον προσλάβει κοντά του. Υποσχέθηκε να τον διορίσει αμέσως στο Μητροπολιτικό ναό της πρωτεύουσας, να φροντίσει για σπουδές του, τον προαγάγει δε ακολούθως και «εις ανώτερα»…
«Ιδρώσαμε τότε όλοι από φόβο, είπε καταλήγοντας ο Γερο-Χαράλαμπος, μη «βρούνε λογισμοί» το διάκο μας και πάρουν τα μυαλά του «αέρα», και τον χάσουμε από κοντά μας για πάντα. Γι’ αυτό, με στενοχώριά μας βέβαια, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά, αμέσως δώσαμε στον μεγαλοπρεπή και επιβλητικό Αρχιεπίσκοπο, το κατάλληλο «μάθημα», πράγμα πού τον έκανε να «συμμαζευθεί», να αισθανθεί πολύ προσβεβλημένος και να σιωπήσει τελείως. Ο ευλογημένος βασίσθηκε, ως φαίνεται, στο αξίωμα, στο κύρος και στη φήμη του, και νόμισε το πράγμα ως πολύ εύκολο και περίπου «του χεριού του». Γι’ αυτό, άλλωστε, τόσο φανερά, απροσχημάτιστα, και παρουσία τόσων Καρυωτών, επιστατών και αντιπροσώπων έκανε την δελεαστική πρότασή του».
Ενα περιστατικό στην Κωνσταντινούπολη
Τότε ο άγιος Σάρδεων, ο οποίος ήταν πάντοτε ευπροσήγορος και πάρα πολύ ευγενής, για να τονίσει την παρουσία μας, και για να τιμήσει το σχήμα μας ως μοναχών αγιορειτών, μας ανέμειξε στη συζήτηση, και στο τέλος ευθέως ρώτησε αν κι εμείς συμφωνούμε στο ότι ο εγκωμιαζόμενος (Θρασύβουλος Στανίτσας) είναι ο υπέρτερος των ψαλτών της Κωνσταντινουπόλεως και όλης της Ορθοδοξίας.
Βρεθήκαμε σε πολύ δύσκολη θέση· αλλά έπρεπε κάτι να πούμε, αφού δεν μπορούσαμε να πράξουμε διαφορετικά. Με σεβασμό και συστολή, αλλά και με τη διακρίνουσα τους αγιορείτες ειλικρίνεια και ευθύτητα, είπαμε αυτό που μέσα μας πιστεύαμε και διακρατούσαμε: «Των της Κωνσταντινουπόλεως μεν οπωσδήποτε, Σεβασμιώτατε· των της λοιπής Ορθοδοξίας πιθανόν, όχι όμως και των του Αγίου Όρους».
Έδειξε να ξαφνιάζεται ο άγιος Σάρδεων, συνοφρυώθηκαν δε συγχρόνως και όλοι οι άλλοι και σκυθρώπασαν εμφανέστατα· μετά από αυτό, αναγκασθήκαμε να προσθέσουμε σκόπιμα μια καθησυχαστική επεξήγηση σχετικά με τη δική τους γνώμη και πεποιθήση: «Έχετε δίκαιο, να σκέφτεστε έτσι και να υποστηρίζετε τόσο απόλυτα τη γνώμη σας, αλλ’ αυτό εξηγείται από το ότι δεν έτυχε να ακούσετε ποτέ τον δικό μας Διακο-Διονύσιο».
Δεν είχε περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα από τότε που έγιναν τα παραπάνω (1960, αν θυμάμαι καλά) οπότε ο Διακο-Διονύσιος μαζί με τον πολύ στενό φίλο του, άλλο αγαπητό μας καλλίφωνο ψάλτη, Διακο-Γιάννη, επεχείρησαν προσκυνηματικό ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη πρώτα, και μετά στα Ιεροσόλυμα. Επί διήμερο φιλοξενήθηκαν και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, και κατέβαιναν, στον Πατριαρχικό ναό προς συμμετοχή στις σύντομες τελούμενες ακολουθίες. Φροντίσαμε και πήγαμε προς συνάντησή τους. Μας είπαν ότι, αφού διαπίστωσαν την έλλειψη, πλησίασαν τα αναλόγια και «ξελειτούργησαν» τον εφημέριο.
Εμείς όμως μάθαμε, ότι τόσο είχαν εντυπωσιασθεί οι παρευρισκόμενοι στην ακολουθία, μεταξύ των οποίων ήσαν μερικοί που παρακολούθησαν τον διάλογο που έγινε με τον άγιο Σάρδεων, οι οποίοι θυμηθηκαν τους ισχυρισμούς μας και είπαν: «μάλλον είχαν δίκαιο οι καλόγεροι».
(Αποσπάσματα άρθρου του Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου από το Περιοδικό ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ τ. 15, Νοέμβριος 2004).
elEL